- λιπαρός
- η , ό [ά , όν ]1) жирный; маслянистый; сальный; засаленный; 2) тучный, плодородный (о земле)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λιπαρός — oily masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… … Dictionary of Greek
λιπαρός, -ή — ό 1. εκείνος που περιέχει λίπος: Στις δίαιτες απαγορεύονται τα λιπαρά φαγητά. 2. μτφ., γόνιμος, εύφορος: Στα λιπαρά εδάφη υπάρχουν πολλές καλλιέργειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιπαρά — λιπαρός oily neut nom/voc/acc pl λιπαρά̱ , λιπαρός oily fem nom/voc/acc dual λιπαρά̱ , λιπαρός oily fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρώτερον — λιπαρός oily adverbial comp λιπαρός oily masc acc comp sg λιπαρός oily neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρωτάτων — λιπαρός oily fem gen superl pl λιπαρός oily masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρωτέραις — λιπαρός oily fem dat comp pl λιπαρωτέρᾱͅς , λιπαρός oily fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρωτέρων — λιπαρός oily fem gen comp pl λιπαρός oily masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρόν — λιπαρός oily masc acc sg λιπαρός oily neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρώτατα — λιπαρός oily adverbial superl λιπαρός oily neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρώτατον — λιπαρός oily masc acc superl sg λιπαρός oily neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)